καταφεύγω

καταφεύγω
κατα-φεύγω, [tense] fut. -
A

φεύξομαι D.8.41

:—flee for refuge, ἐς τὸ [ἱρόν] Hdt. 2.113, cf. 1.145;

ἐπὶ Διὸς βωμόν Id.5.46

: c. acc.,

οὐκ ἔχω βωμὸν κ. E.IA 911

(troch.); -πεφευγέναι ἐν τόπῳ flee and take refuge in . . , Pl.Sph. 260c, cf. X. HG4.5.5; ἐκεῖ, ἐνθάδε κ., Th.3.71, Isoc.14.28; ὅποι . . X. Mem.3.8.10; κ. εἴς τινα flee for protection to him,

ὃς ἂν φεύγων καταφύγῃ ἐς τούτους Hdt.4.23

;

εἰς ὑμᾶς κ. καὶ ἀντιβολῶ And.1.149

;

ἐπί τινα D.18.19

, etc.;

πρὸς ὑμᾶς Id.8.41

;

παρ' ἡμῖν Isoc.12.194

.
2 ἐκ τῆς μάχης κ. escape from . . , Hdt.6.75: abs., ἄνω μάλ' εἶσι καταφυγών (sc. ὁ ἀτμός) Alex. 124.17.
3 have recourse,

εἰς ἔλεον Antipho 3.2.2

;

εἰς σωτηρίαν Id.2.4.1

;

εἰς τοὺς λόγους Pl.Phd.99e

, cf. 76e;

εἰς ὅρκον Arist.Rh.Al.1432a38

;

ἐπὶ τὰς μηχανάς Pl.Cra.425d

;

ἐπὶ τὸν δικαστήν Arist.EN1132a20

; ἐπὶ τὸν λόγον ib.1105b13;

ἐπὶ Καρχηδονίους Plb.1.10.1

, cf. Plu.Cam.7;

πρὸς θεῶν εὐχάς Pl.Phdr.244e

;

ὥς τινας Plb.24.10.11

: c. dat.,

τῇ μητρί Ctes.Fr.29.57

.
4 εἰς τὴν τοῦ βίου μετριότητα κ. fall back upon, appeal to . . , D.25.76; ἐπὶ τὸ φάσκειν . . Phld. D.3.8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταφεύγω — flee for refuge pres subj act 1st sg καταφεύγω flee for refuge pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφεύγω — καταφεύγω, κατέφυγα βλ. πίν. 228 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταφεύγω — (AM καταφεύγω) πηγαίνω σε κάποιο μέρος ζητώντας ασφάλεια, προστασία, έρχομαι κάπου για να αποφύγω κάποιον κίνδυνο ή συμφορά, έχω ή ζητώ να βρω καταφύγιο νεοελλ. προσφεύγω σε κάτι, χρησιμοποιώ κάθε μέσο, μεταχειρίζομαι όλα τα μέσα αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • καταφεύγω — κατέφυγα και κατάφυγα 1. μεταβαίνω κάπου ζητώντας ασφάλεια: Οι ληστές κατέφυγαν στην Ιταλία. 2. χρησιμοποιώ κάτι, μεταχειρίζομαι όλα τα μέσα: Θα καταφύγω στα δικαστήρια για να βρω το δίκιο μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταφεύγετε — καταφεύγω flee for refuge pres imperat act 2nd pl καταφεύγω flee for refuge pres ind act 2nd pl καταφεύγω flee for refuge imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφεύγῃ — καταφεύγω flee for refuge pres subj mp 2nd sg καταφεύγω flee for refuge pres ind mp 2nd sg καταφεύγω flee for refuge pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφυγγάνῃ — καταφεύγω flee for refuge pres subj mp 2nd sg καταφεύγω flee for refuge pres ind mp 2nd sg καταφεύγω flee for refuge pres subj act 3rd sg καταφυγγάνω pres subj mp 2nd sg καταφυγγάνω pres ind mp 2nd sg καταφυγγάνω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπεφευγότα — καταφεύγω flee for refuge perf part act neut nom/voc/acc pl καταφεύγω flee for refuge perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπέφευγε — καταφεύγω flee for refuge perf imperat act 2nd sg καταφεύγω flee for refuge perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπέφευγεν — καταφεύγω flee for refuge perf ind act 3rd sg καταφεύγω flee for refuge plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφευγόντων — καταφεύγω flee for refuge pres part act masc/neut gen pl καταφεύγω flee for refuge pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”